Το σύνδρομο Asherman, επίσης γνωστό και ως συμφύσεις στο ενδομήτριο ή συνέχειες, αφορά στην παρουσία συμφύσεων εντός της κοιλότητας της μήτρας. Οι συμφύσεις είναι ίνες ή ταινίες ουλώδους ιστού που δημιουργούνται εντός της κοιλότητας και συνδέουν, και τελικά συγκολλούν, δύο ή περισσότερες επιφάνειες της εσωτερικής επένδυσης της μήτρας, μειώνοντας επομένως τον διαθέσιμο όγκο ή ακόμα και εξαλείφοντας τελείως της κοιλότητα σε προχωρημένες περιπτώσεις.
Το σύνδρομο Asherman προκαλείται συχνά από τραύμα στο ενδομήτριο κατά τη διενέργεια διαδικασιών διαστολής και απόξεσης για τον τερματισμό κύησης ή την αφαίρεση συγκρατημένων προϊόντων κύησης έπειτα από παλίνδρομη κύηση ή τοκετό. Περιστασιακά, μπορεί να εμφανιστεί μετά από παρόμοιες διαδικασίες για την αντιμετώπιση γυναικολογικών παθήσεων, όπως αντιμετώπιση έντονης αιμορραγίας από τη μήτρα, βιοψία ενδομητρίου για ιστολογική ανάλυση και αφαίρεση πολύποδα ενδομητρίου.
Καθώς το σύνδρομο Asherman μπορεί να παραμείνει αδιάγνωστο για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της απουσίας αξιόλογων κλινικών συμπτωμάτων, είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβώς πόσο συχνό είναι. Μελέτες έχουν εκτιμήσει πως μπορεί να εμφανιστεί έως και σε 1 στις 8 γυναίκες που υποβάλλονται σε τερματισμό κύησης κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου και έως και σε 1 στις 3 γυναίκες που υποβάλλονται σε απόξεση λόγω αποβολής. Ο κίνδυνος αυξάνεται σε περιπτώσεις επανειλημμένων επεμβάσεων.
Το τραύμα που προκαλείται στο ενδομήτριο από τις διάφορες διαδικασίες απόξεσης πυροδοτεί μια φλεγμονώδη απάντηση στις εκτεθειμένες περιοχές, η οποία τελικά καταλήγει σε σχηματισμό ουλώδους ιστού που συνδέεται με την απέναντι, υγιή επιφάνεια του ενδομητρίου. Η παθολογική αυτή σύνδεση επιδεινώνεται όταν και οι δύο απέναντι επιφάνειες έχουν υποστεί απόξεση και φλεγμονή, οδηγώντας σε παχύτερες και ισχυρότερες συμφύσεις, οι οποίες καλύπτουν μεγαλύτερες περιοχές και οδηγούν σε σημαντική μείωση του διαθέσιμου χώρου στη μητρική κοιλότητα.
Τα κλινικά συμπτώματα που συνήθως συνοδεύουν του σύνδρομο Asherman είναι τα ακόλουθα:
- Αμηνόρροια (πλήρης απουσία εμμήνου ρύσεως): αυτό το σύμπτωμα συνήθως εμφανίζεται σε προχωρημένες περιπτώσεις, όπου το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του ενδομητρίου καλύπτεται από συμφύσεις ή συγκολλήσεις, οπότε δεν υπάρχει επαρκής χώρος για ανάπτυξη του ενδομητρίου, άρα ούτε και για να εκπέσει στο τέλος του κύκλου, επομένως δεν υπάρχει αιμορραγία.
- Υπομηνόρροια (ελαφρύτερες περίοδοι): για πιο ήπιες περιπτώσεις, όπου υπάρχει ακόμη αρκετός χώρος στην κοιλότητα για ανάπτυξη του ενδομητρίου.
- Δυσμηνόρροια (σοβαρός πόνος κατά την έμμηνο ρύση): ακόμη και σε απουσία αιμορραγίας, μερικές γυναίκες αναφέρουν έντονο πόνο, ο οποίος προκαλείται εξαιτίας της φραγής της φυσιολογικής ροής του αίματος από συμφύσεις στην περιοχή του τραχήλου.
- Υπογονιμότητα ή/και επαναλαμβανόμενες αποβολές: το σύμπτωμα που αποτελεί τον πιο συχνό λόγο για τον οποίο οι γυναίκες αναζητούν ιατρική βοήθεια. Η μείωση των διαθέσιμων περιοχών φυσιολογικού ενδομητρίου, σε συνδυασμό με επηρεασμένη αιμάτωσή του εξαιτίας ουλοποίησης, δημιουργούν ένα εχθρικό για το έμβρυο περιβάλλον μέσα στη μήτρα. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και χωρίς διαταραχές του έμμηνου κύκλου.
Καθώς τα κλινικά συμπτώματα, εάν υπάρχουν, μπορεί να είναι παραπλανητικά ή μη διαγνωστικά, ενδελεχής διερεύνηση είναι συχνά απαραίτητη. Η αρχική εκτίμηση μπορεί να περιλαμβάνει υπέρηχο, υπερηχοσαλπιγγογραφία ή υστεροσαλπιγγογραφία, ωστόσο αυτές οι δοκιμασίες συχνά δεν επαρκούν για να αναγνωρίσουν όλες τις περιπτώσεις. Η υστεροσκόπηση παραμένει η μέθοδος εκλογής, καθώς η άμεση απεικόνιση της ενδομήτριας κοιλότητας μέσω κάμερας, προσφέρει την απαραίτητη διαγνωστική ακρίβεια για επισφράγιση της διάγνωσης και ταυτόχρονα για την εκτίμηση της έκτασης της πάθησης. Η υστεροσκόπηση επίσης προσφέρει τη δυνατότητα διενέργειας θεραπευτικής παρέμβασης, καθώς επιτρέπει την εκτομή των σχηματισθέντων συμφύσεων. Συμπληρωματική θεραπεία με οιστρογόνα ή τοποθέτηση ενδομήτριου σπειράματος μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη του σχηματισμού νέων συμφύσεων μετεγχειρητικά.
Πολλές επιπρόσθετες παρεμβάσεις, όπως ενδομήτριες εγχύσεις υαλουρονιδάσης και βλαστοκυττάρων έχουν αναφέρει ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε πειραματικά πρωτόκολλα, αλλά δεν έχουν ακόμη ευρεία κλινική εφαρμογή. Μια παρέμβαση η οποία εφαρμόζεται επί του παρόντος και έχει δείξει σημαντική αποτελεσματικότητα είναι η ενδομήτρια έγχυση πλουσίου σε αιμοπετάλια πλάσματος (PRP). Το πλούσιο σε αιμοπετάλια πλάσμα είναι ένα προϊόν αίματος που παράγεται από το περιφερικό αίμα της ίδιας της γυναίκας, το οποίο περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις αιμοπεταλίων και αυξητικών παραγόντων. Όταν εγχέεται στο ενδομήτριο, προκαλεί πολλαπλασιασμό και ανανέωση της ανώτερης στοιβάδας, της πιο σημαντικής για την εμφύτευση του εμβρύου. Ταυτόχρονα, είναι μια ασφαλής παρέμβαση, καθώς δεν χρησιμοποιούνται καθόλου επιπρόσθετα φάρμακα και η προέλευσή του είναι εντελώς αυτόλογη, άρα μηδενίζεται η πιθανότητα εμφάνισης αλλεργικών αντιδράσεων.
Συνολικά, το Σύνδρομο Asherman είναι σχετικά συχνό μετά από χειρουργικές επεμβάσεις στο ενδομήτριο και μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα ή επαναλαμβανόμενες αποβολές. Η εκτίμηση και θεραπεία με υστεροσκόπηση, μαζί με υποστήριξη του ενδομητρίου μέσω έγχυσης PRP αποτελούν έναν αποτελεσματικό τρόπο αποκατάστασης της φυσιολογικής ανατομίας και λειτουργίας και βελτίωσης της γονιμότητας.